- πιέσεως
- πιέσεω̆ς , πίεσιςsqueezingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και … Dictionary of Greek
στυπιοθλίπτης — ο, Ν 1. (μηχανολ.) στοιχείο προσαρμοσμένο σε στέλεχος ή άξονα που κινείται στο εσωτερικό μηχανής ή κυκλώματος νερού ή ατμού και χρησιμεύει για την εξασφάλιση στεγανότητας 2. φρ. «στυπιοθλίπτης λαβυρίνθου» σειρά διαφραγμάτων προσαρμοσμένων στην… … Dictionary of Greek
άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… … Dictionary of Greek
αεροκολπίτιδα — η Ιατρ. πόνος, φλεγμονή και πιθανότερα αιμορραγία τών βλεννογόνων τών παραρρινικών κόλπων, λόγω τής διαφοράς πιέσεως μεταξύ τού εσωτερικού τών κόλπων και τού εξωτερικού περιβάλλοντος … Dictionary of Greek
αεροωτίτιδα — η Ιατρ. τα αποτελέσματα τής διαφοράς πιέσεως ανάμεσα στο μέσο ους και τον έξω ακουστικό πόρο: δυνατός πόνος, φλεγμονή, αιμορραγία και ρήξη τού τυμπάνου. Από αεροωτίτιδα προσβάλλονται μερικές φορές οι δύτες και οι πιλότοι αεροπλάνων … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
ενδώσμωση — η 1. η διείσδυση μιας υγράς ουσίας μέσα σε μια άλλη λόγω διαφοράς πιέσεως, διαπίδυση 2. φρ. «ενδώσμωση ηλεκτρική» η είσδυση φαρμακευτικών παραγόντων μέσα στο δέρμα με την επίδραση τού ηλεκτρισμού … Dictionary of Greek
εργοδεικτικός — ή ό 1. αυτός που δείχνει ή παρουσιάζει τις μονάδες τού έργου 2. φρ. «εργοδεικτικό διάγραμμα» διάγραμμα μεταβολής πιέσεως όγκου θερμικής μηχανής … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
νευροδοχίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού οστεοϊνώδους πόρου από τον οποίο διέρχεται ένα νεύρο, η οποία προκαλεί επώδυνα φαινόμενα λόγω πιέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrodocite] … Dictionary of Greek